Τα Καλλιάνα, είναι χωριό της επαρχίας Λευκωσίας, στη γεωγραφική περιφέρεια της Σολιάς. Βρίσκεται περίπου 60,5 χμ. νοτιοδυτικά της πρωτεύουσας Λευκωσίας.
Το χωριό είναι κτισμένο στην κοιλάδα του ποταμού Καρκώτη, σε μέσο υψόμετρο 600 μέτρων. Το τοπίο είναι διαμελισμέvο από το ποτάμιο δίκτυο του ποταμού αυτού. Στα νότια και τα δυτικά του οικισμού το ανάγλυφο γίνεται τραχύ, βουνίσιο και το υψόμετρο φθάνει τα 1.000 μέτρα.
Ο πρώτος οικισμός στα Καλλιάνα, σύμφωνα με ιστορικούς, βρισκόταν σε μια περιοχή η οποία ονομάζεται Αγία Μαρίνα. Επειδή το χωριό δεχόταν συχνά επιδρομές από Τούρκους πειρατές και κλέφτες, ορισμένοι κάτοικοι για να μπορέσουν να σώσουν τη ζωή τους και την σοδειά τους αναγκάστηκαν να καταφύγουν προς τα νότια, προς το Πάνω Χωριό. Περνώντας μέσα από δύσβατα μονοπάτια, έφτιαξαν τις ξύλινες καλύβες τους, γνωστές ως καλιάνα και έμειναν εκεί. (Αναφέρονται ως πρώτοι κάτοικοι ο Αννετής, ο Κάσιαλος και ο Χ΄΄Τσαγγάρης.) Έτσι πιθανόν να προήλθε και το όνομα του χωριού. Αυτό αναφέρει και ο Νέαρχος Κληρίδης. Στον πρώτο οικισμό σώζονται ερείπια εκκλησίας, τα οποία μαρτυρούν το γεγονός ότι υπήρχε ζωή από τότε στην περιοχή.
Υπάρχουν και άλλες εκδοχές για την προέλευση του ονόματος της κοινότητας. Μια από αυτές αναφέρει ότι στα πολύ παλιά χρόνια υπήρχε μια γυναίκα η οποία ήταν πάρα πολύ καλή και ονομαζόταν Άννα. Από το γεγονός αυτό πιθανόν να προήλθε και η ονομασία του χωριού. Καλή Άννα η οποία κατάληξε Καλλιάνα. Μια άλλη εκδοχή, περίπου η ίδια με την πιο πάνω, αναφέρει ότι η γυναίκα που ονομαζόταν Άννα ήταν πάρα πολύ όμορφη. Έτσι λοιπόν από τα Κάλλη της Άννας προήλθε το όνομα Καλλιάνα.
Το χωριό δέχεται μια μέση ετήσια βροχόπτωση γύρω στα 550 χιλιοστόμετρα. Στην περιοχή του καλλιεργούνται τα οπωροφόρα δέντρα (κυρίως μηλιές, αχλαδιές, ροδακινιές και βερυκοκκιές) και οι ελιές. Ωστόσο υπάρχουν και αρκετές ακαλλιέργητες εκτάσεις. Μέρος του δάσους Τροόδους, στα δυτικά του χωριού, εμπίπτει στα διοικητικά του όρια. Η σχετικά ψηλή βροχόπτωση που δέχεται το δάσος, επέτρεψε την ανάπτυξη μιας πλούσιας φυσικής βλάστησης στην περιοχή, από πεύκα, τρεμιθιές, μαζιές, ξισταριές και κόνιζους.
Από συγκοινωνιακής απόψεως, τα Καλιάνα βρίσκονται πολύ κοντά, τόσο στον παλαιό δρόμο Λευκωσίας – Τροόδους, όσο και στο νέο, ο οποίος συνδέει το χωριό με την πρωτεύουσα και τα ορεινά θέρετρα του Τροόδους.
Ο πληθυσμός του χωριού αυξήθηκε σταθερά από το 1881 και εξής. Το 1881 οι κάτοικοι ήσαν 163 που αυξήθηκαν στους 175 το 1891, στους 208 το 1901, στους 209 το 1911, στους 224 το 1921, στους 241 το 1931, στους 326 το 1946, στους 358 το 1960, αλλά μειώθηκαν στους 346 το 1973. Μετά την τουρκική εισβολή του 1974, τα Καλιάνα δέχτηκαν αριθμό Ελληνοκυπρίων εκτοπισμένων, κυρίως από την πεδιάδα της Μόρφου. Έτσι το 1976 ο πληθυσμός ήταν αυξημένος στους 465 κατοίκους. Κατά την απογραφή του 1982 το χωριό είχε 270 κατοίκους. Στην τελευταία απογραφή του 2001 οι κάτοικοι του χωριού ήταν 187.
Το μεταλλείο της Σκουριώτισσας, σε μικρή απόσταση στα βόρεια του χωριού, βοήθησε, πριν από την τουρκική εισβολή, στην εργοδότηση αρκετού πληθυσμού του χωριού και της περιοχής.
Το χωριό Καλιάνα, αν και δεν αναφέρεται στους μεσαιωνικούς χρονογράφους, ωστόσο υπήρχε, με την ίδια μάλιστα ονομασία, τουλάχιστον από την εποχή της φραγκοκρατίας. Σε μεσαιωνικούς χάρτες, το χωριό βρίσκεται σημειωμέvo ως Calina.
Σημαντικό μνημείο είναι η εκκλησία του χωριού, αφιερωμένη στην αγία Άννα (και στον άγιο Ιωακείμ), στο εσωτερικό της οποίας σώζονται τοιχογραφίες. Η εκκλησία υπέστη πολλές επεμβάσεις και τροποποιήσεις σε διάφορες εποχές, από τον 12ο αιώνα μέχρι τον 16ο ή 17ο αιώνα. Τούτο αποτελεί ένδειξη ότι ο οικισμός γύρω από την εκκλησία υπήρχε καθ’ όλο το διάστημα αυτό.
Στο εσωτερικό της εκκλησίας είναι ζωγραφισμένοι και διάφοροι θυρεοί, πιθανώς του 15ου αιώνα, πράγμα που σημαίνει ότι ο οικισμός, η εκκλησία και η περιοχή αποτελούσαν τότε φέουδο.
Μια δεύτερη παλαιά εκκλησία του χωριού, είναι αφιερωμένη στην Παναγία την Ιαματική.
Μετά την τουρκική κατάκτηση της Κύπρου (1570/71), το χωριό Καλιάνα ήταν ένα από τα 6 χωριά, των οποίων τους φόρους εκαρπούτο ο αρχιγραμματέας ή δευτερδάρης, ένας από τους τέσσερις αγάδες της Λευκωσίας (τα άλλα χωριά που πλήρωναν ειδικά σ’ αυτόν τους φόρους τους ήταν η Ανώγυρα, η Γαλάτα, η Πέτρα και οι δυο Περιστερώνες, της Αμμοχώστου και της Μόρφου).
Κοντά στο χωριό, πάνω στον παλιό δρόμο Λευκωσίας – Τροόδους, βρισκόταν ο γνωστός σ’ όλους σχεδόν τους Κυπρίους, Σταθμός των Καλιάνων. Ο σταθμός αυτός, που ξεκούραζε τους ταξιδιώτες σε παλαιότερες εποχές, όταν τα ταξίδια ήταν δύσκολα και προβληματικά, λειτουργούσε αρχικά σαν χάνι κι αργότερα σαν καφενείο – εστιατόριο. Στεγαζόταν σε διώροφο κτίριο με καμάρες, που αποτελεί ωραίο δείγμα λαϊκής κυπριακής αρχιτεκτονικής και ταυτιζόταν θαυμάσια με το καταπράσινο τοπίο ολόγυρα, τον ποταμό και το παλαιό γεφύρι εκεί δίπλα.
Το κτίριο αυτό, που εξακολουθεί να υφίσταται αλλά δεν έχει πια την αρχική του λειτουργικότητα, υπολογίζεται ότι είναι ηλικίας πέραν των 100 χρόνων, κι έχει κηρυχθεί διατηρητέο μνημείο.
Για κάποιο διάστημα, επειδή ο σταθμός είχε γίνει γνωστός με την ονομασία Καλιάνα, το ίδιο το χωριό αναφερόταν ως Πάνω Καλιάνα, για να ξεχωρίζει. Ο διαχωρισμός όμως αυτός δεν επεκράτησε.
Το ίδιο το χωριό Καλιάνα διατηρεί, σε αρκετά μεγάλο βαθμό, τα ωραία στοιχεία της λαϊκής ημιορεινής κυπριακής αρχιτεκτονικής. Είναι επίσης γνωστό για τη ζιβανία του, που εξακολουθεί να παράγεται με τον παραδοσιακό τρόπο απόσταξης.
Πηγή: Κοινοτικό Συμβούλιο Καλιάνων